ποδοκομία

ποδοκομία
η, Ν
η περιποίηση τών ποδιών, το πεντικιούρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι, + -κομία (< -κόμος < κομῶ «φροντίζω»), απόδοση τού γαλλ. pedicure].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πεντικιούρ — το η περιποίηση τών νυχιών τών ποδιών, η ποδοκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pedicure < λατ. pes, pedis «πόδι» + curo «φροντίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”